Μετά από τρία χρόνια δράσης στη Λέσβο παρουσιάζουμε τις επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ανθρώπων που επιφέρει η παραμονή τους στις κλειστές ελεγχόμενές δομές και κυρίως το ψυχολογικό τραύμα που υφίστανται οι γυναίκες.
Σχεδόν τρία χρόνια έχουν περάσει από όταν η INTERSOS HELLAS ξεκίνησε τη δράση της στο νησί της Λέσβου, μετά τη φωτιά που κατέστρεψε τον καταυλισμό της Μόριας στις 9 Σεπτεμβρίου 2020. Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ετών, οι ομαδεςμας υλοποιήσαν προγράμματα βοήθειας για μετανάστες, πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο που διαμέναν στο νησί. Παράλληλα, εκφράζουμε την έντονη ανησυχία τους για τις συνθήκες διαβίωσης και για το δαιδαλώδες σύστημα υποδοχής.
Κεφαλαιοποιώντας την εμπειρία τριών ετών, η INTERSOS HELLAS παρουσιάζει μια νέα έκθεση που αναδεικνύει τον αντίκτυπο που έχουν οι συνθήκες διαβίωσης στο νησί στην ψυχική υγεία των ανθρώπων, που συχνά είναι ήδη βεβαρημένη λόγω των τραυμάτων και της βίας που υπέστησαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Η αναφορά επικεντρώνεται στις μαρτυρίες 165 ανθρώπων που έλαβαν συνεχή ψυχολογική και ψυχιατρική υποστήριξη, καθώς και 701 ατόμων που επωφελήθηκαν από υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης. Όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες οι άνθρωποι μπορεί να περάσουν αρκετά χρόνια στο νησί, περιμένοντας μια απάντηση για το αίτημα ασύλου τους ή την μετεγκατάστασή τους σε άλλο μέρος, χωρίς να είναι βέβαιοι για το πως και το πότε θα ολοκληρωθεί αυτή τη διαδικασία.
Οι κύριες κατηγορίες ψυχιατρικών συμπτωμάτων που εντοπίστηκαν είναι συμπτώματα σχετιζόμενα με διαταραχές προσαρμογής (4,28%), συμπτώματα σχετιζόμενα με κατάθλιψη (2,85%), συμπτώματα σχετιζόμενα με μετατραυματικές αντιδράσεις (2,14%) και συμπτώματα που σχετίζονται με πολλαπλές διαταραχές (10,27%). Η πλειοψηφία των ατόμων που έλαβαν συνολικά υποστήριξη (76,18%) έχει ψυχολογικά συμπτώματα που δεν σχετίζονται με καμία συγκεκριμένη κατηγορία. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ψυχιατρική υποστήριξη στοχεύει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Λόγω των συνεπακόλουθων αυξημένων κινδύνων, δύο συμπτώματα λαμβάνουν ιδιαίτερη προσοχή και είναι οι τάσεις αυτοκτονίας και αυτοτραυματισμού. Η έκθεση δείχνει ότι το 10,8% (76 από 701) του πληθυσμού ανέφερε συμπεριφορές αυτοκτονίας ή αυτοτραυματισμού ή και τις δυο.
Οι ιστορίες ανθρώπων που έλαβαν υποστήριξη από τις ομαδες μας αναδεικνύουν την σημασία της έγκυρης, επισταμένης και σταθερής ψυχολογικής υποστήριξης.
«Η Β. είναι μια μόνη γυναίκα από την Κεντρική Αφρική Δημοκρατία , η αίτηση ασύλου της έχει ήδη απορριφθεί τέσσερις φορές. Όταν για πρώτη φορά απηύθυνε στους συναδέλφους μας, είχε σοβαρά συμπτώματα Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες (PTSD) και μεγάλες δυσκολίες στο να εκφράσει και να μιλήσει για το παρελθόν της. Όταν τελικά ένοιωσε ασφάλεια, μας περιέγραψε εξαιρετικά βίαια περιστατικά βιασμού που είχε επιζήσει. Η Β. ήταν τόσο τραυματισμένη που ποτέ δεν αποκάλυψε αυτά τα περιστατικά σε κανέναν, ούτε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων για το άσυλο. Πριν λάβει υποστήριξη από την ομάδα μας, πέρασε δύο χρόνια σχεδόν απομονωμένη στην σκηνή της, ποτέ δεν ζήτησε υποστήριξη, δεν συνδέθηκε ούτε κοινωνικοποιήθηκε με κανέναν στην δομή φιλοξενίας. Τώρα η Β. έχει λάβει τελικά την κατάλληλη θεραπεία, έχει σταθεροποιήσει τα συναισθήματά της και έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο.
Συμπερασματικά, η σταθερή και μακροπρόθεσμη παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας, αποτελεί απόλυτη ανάγκη για να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά τραύματα που υπέστησαν οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο. Παράλληλα είναι προφανές, ότι απαιτείται άμεση επαναξιολόγηση (και εφαρμογή) των κριτηρίων ευαλωτότητας στη διαδικασία ασύλου. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι θεραπείες που απαιτούνται για να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά τραυματικά βιώματα είναι αρκετά δύσκολες από μόνες τους. Ας μην γίνονται ακόμα πιο πολύπλοκες, όταν πρέπει να συνδυαστούν με παράλληλες νομικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες.